ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Αναμφισβήτητα,
ο ευρωπαϊκός χώρος το καλοκαίρι του 2015 βίωσε τη μεγαλύτερη εισροή προσφυγικού
πληθυσμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο
άνθρωποι έφτασαν στην Ευρώπη, η πλειοψηφία των οποίων αναγκάστηκε να πάρει το
«δρόμο της προσφυγιάς» λόγω των πολεμικών συρράξεων στη Συρία και σε άλλες
χώρες με ανάλογες αναταραχές, όπως αποτυπώνεται στα δελτία τύπου της ΥΑ του ΟΗΕ
για τους Πρόσφυγες.
Η Ελλάδα ενώ έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 συγκαταλεγόταν στις παραδοσιακές χώρες αποστολής μεταναστών ή λειτουργούσε ως «μονοπάτι» μετεγκατάστασης μεταναστών και προσφύγων προς την υπόλοιπη Ευρώπη, μεταβλήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα σε χώρα υποδοχής (Θ. Παπαθεοδώρου, 2015).
Έτσι, γίναμε θεατές
μίας πρωτόγνωρης μαζικής εισροής προσφύγων που «δραπετεύοντας» από εμπόλεμες
περιοχές, αναζήτησαν μια καλύτερη και ασφαλέστερη ζωή στην ΕΕ. Την ίδια στιγμή,
η ανάγκη για εύρεση προσωρινών λύσεων εγκατάστασης των προσφύγων σε πανελλαδικό
επίπεδο, απαντήθηκε με τη μορφή κατεπειγόντως χαρακτήρα μέσω της δημιουργίας
δομών φιλοξενίας σε κομβικά σημεία της χώρας για τους αιτούντες διεθνούς
προστασίας (Μπελαβίλας & Πρέντου, 2016).
Σχεδόν
εφτά χρόνια αργότερα, το προσφυγικό ζήτημα παραμένει ένα μείζον και επίκαιρο
θέμα, με την Ευρωπαϊκή Κομισιόν να έχει επικαιροποιήσει το σχέδιο δράσης της
καλύπτοντας όλα τα διαφορετικά στάδια και τις φάσεις: διαδικασία
ένταξης-υποδοχή, έγκαιρη και μακροπρόθεσμη ένταξη-και ευελπιστεί στο χτίσιμο
κοινωνιών με συνοχή και χωρίς αποκλεισμούς (Ευρωπαϊκή Κομισιόν, 2020). Ωστόσο,
παρατηρούμε πως από τις μαζικές ροές ελαχίστως έχουμε προχωρήσει προς μία
ένταξη και συμπερίληψη της ευπαθούς αυτής ομάδας, με κατακερματισμένα και σε
υπολειτουργία προγράμματα να βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο του κοινωνικού
αποκλεισμού.
Κοινωνικός αποκλεισμός και
πρόσφυγες
Δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός του κοινωνικού αποκλεισμού.
Ωστόσο, είναι γενικά παραδεκτό πως ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελεί μία μορφή
«σύνθετης ανισότητας» (Silver, 2010:191). Για την
οριοθέτηση του εν λόγω άρθρου, θα χρησιμοποιήσουμε τον κοινωνικό αποκλεισμό με
τη στενή έννοια του όρου συμπεριλαμβανόμενων τα χαμηλά επίπεδα διαβίωσης και
ποιότητας ζωής, την αδυναμία πρόσβασης
στους κοινωνικούς θεσμούς όπως οι κοινωνικές υπηρεσίες, η αγορά εργασίας, η
εκπαίδευση, το σύστημα υγείας, αλλά και η κοινότητα.
Είναι ευρέως γνωστό πως μεταξύ των ευάλωτων ομάδων που βρίσκονται σε
αυξημένο κίνδυνο να βιώσουν ή βιώνουν ήδη κοινωνικό αποκλεισμό οι πρόσφυγες
κατέχουν μία ιδιαίτερη θέση. Σύμφωνα με την Παπαδοπούλου (2004)
«η σχέση με τον άλλο, με τον διαφορετικό, βρίσκεται στο επίκεντρο της φύσης
του κοινωνικού αποκλεισμού και αυτός εμφανίζεται όταν το άτομο συγκεντρώσει στο
πρόσωπο του πολλές ευπάθειες».
Ο
προσφυγικός πληθυσμός μεταφέρει ένα άλλο σύστημα αξιών από την χώρα του που στη
χώρα υποδοχής, δύναται να θεωρηθεί με μία πρόωρη κρίση ως «απειλή» εξαιτίας της
διαφορετικότητας. Σε τέτοιου είδους αντιδράσεις διαφαίνονται εύλογα η
στενοκεφαλιά, ο φόβος, οι προκαταλήψεις. Η ευπαθής αυτή ομάδα έρχεται
αντιμέτωπη με δυσμένεια και κατηγορηματικές γενικεύσεις που βασίζονται σε
λανθασμένα ή ανεπαρκή στοιχεία και αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο αποκλεισμού (Α.
Ιωαννίδου-Johnson,
1998).
Η αναγκαιότητα της ένταξης των προσφύγων στην Ελλάδα
Όπως
είδαμε δύναται να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αρνητικών αντιλήψεων για την
ύπαρξη των προσφύγων σε ορισμένα τμήματα του πληθυσμού, ενισχύοντας με αυτό τον
τρόπο τον κοινωνικό αποκλεισμό και άρα τα εμπόδια προς την ένταξη.
Σύμφωνα με Δελτίο τύπου Γραφείου Ελλάδος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, είναι γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός μεταναστών στερούμενων νομιμοποιητικών εγγράφων ζει σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού χωρίς ορατές πιθανότητες κοινωνικής ένταξης, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της κρίσης που η χώρα διέρχεται.
Ωστόσο για τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας (κάτοχοι προσφυγικού και επικουρικού καθεστώτος), η τάση είναι πως η κοινωνική ένταξη αποτελεί μία επιτακτική ανάγκη και δύναται να εισέλθουν σε μια τέτοια δυναμική κοινωνικής και οικονομικής ένταξης με τη συμβολή του νομοθέτη και της διοίκησης.
Η
Επιτροπή von der Leyen προσδιόρισε την οικοδόμηση μιας Ένωσης ισότητας ως μίας
από τις βασικές προτεραιότητές της, γεγονός που οδήγησε σε μια σειρά
πρωτοβουλιών. Τον Νοέμβριο του 2020, η Επιτροπή ενέκρινε επίσης ένα σχέδιο
δράσης για την ενσωμάτωση και την ένταξη 2021-2027 στο οποίο διατυπώνονται
εισηγήσεις σε τέσσερις βασικούς τομείς: εκπαίδευση, απασχόληση, στέγαση και
υγεία, με σκοπό την προώθηση της ενσωμάτωσης και της κοινωνικής ένταξης των
μεταναστών και των ατόμων με μεταναστευτικό υπόβαθρο. (Ευρωπαϊκή Κομισιόν,
2020)
Επιπρόσθετα,
η επικαιροποιημένη Εθνική Στρατηγική για την κοινωνική ένταξη (2021) για τους
αιτούντες άσυλο και δικαιούχους διεθνούς προστασίας, βασίζεται στο νέο σχέδιο
δράσης της ΕΕ και υιοθετεί τις συστάσεις της Ευρωπαϊκή Επιτροπής για την κοινωνική ένταξη, όπως
διατυπώθηκαν στο Νέο Σχέδιο Δράσης της (24/11/2020), με έμφαση στην έγκαιρη
δράση (early action) και στην διαδικασία προ-ένταξης για όσους διαθέτουν
προσφυγικό προφίλ.
Περιλαμβάνει
τέσσερις βασικούς πυλώνες:
(α)
Προ-ένταξη των αιτούντων άσυλο για την ομαλή μετάβαση των ενηλίκων στην
επαγγελματική ζωή και των ανηλίκων από την άτυπη στην τυπική εκπαίδευση, δίχως
διακρίσεις. Προάσπιση δικαιωμάτων και προώθηση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής και
του Κράτους Δικαίου. Πρόληψη και αποτελεσματική προστασία από κάθε μορφή βίας.
(β) Κοινωνική ένταξη των δικαιούχων διεθνούς προστασίας με ανάπτυξη εντατικών
προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης για την διευκόλυνση της πρόσβασης των
δικαιούχων στην αγορά εργασίας. Προώθηση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής.
(γ)
Πρόληψη και αποτελεσματική προστασία από κάθε μορφή βίας, εκμετάλλευσης και
κακοποίησης με ενίσχυση των μηχανισμών αναφοράς και
(δ)
Παρακολούθηση και εποπτεία της ενταξιακής πορείας μέσω κοινώς αποδεκτών και
συγκρίσιμων δεικτών.
Ως
προς την φιλοσοφία της, η Νέα Εθνική Στρατηγική για την Ένταξη διαπνέεται από
την αρχή ότι η κοινωνική ένταξη επιτυγχάνεται μέσω 3 μιας αμφίδρομης
διαδικασίας (two- way integration process), η οποία θα πρέπει να υποστηρίζεται
από την συνεργασία, τον διάλογο και την ενασχόληση- συμμετοχή της κοινωνίας
υποδοχής σε όλα τα στάδια (από την υποδοχή μέχρι την ολοκλήρωση της ένταξης).
Οι προτεινόμενες δράσεις περιστρέφονται γύρω από την ενίσχυση της ανεξάρτητης
διαβίωσης, της κοινωνικής στέγασης, της απασχόλησης και της κοινωνικής πρόνοιας
(Εθνική Στρατηγική για την κοινωνική ένταξη, 2021).
Η χάραξη μιας πολιτικής που θα ενθαρρύνει και θα στηρίζει την προοπτική της κοινωνικής και οικονομικής ένταξης με τις προτεινόμενες εισηγήσεις σε ανεξάρτητη διαβίωση, στέγαση, απασχόληση, κατάρτιση, κοινωνική πρόνοια, προϋποθέτει ασφαλώς συντονισμένες προσπάθειες συναρμόδιων Υπουργείων και συναφών φορέων. Όσο και αν κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και πανδημίας, είναι δομικό συστατικό της κοινωνικής συνοχής, της αξιοπρέπειας και ασφάλειας, και τίθεται προς το βέλτιστο συμφέρον για όλους όσους διαβιούν στη χώρα, Έλληνες και αλλοδαπούς.
Ο ρόλος των Κοινωνικών
Υπηρεσιών:
Ένας από τους κύριους στόχους της μελέτης αυτής αν και μικρής κλίμακας
είναι να αναδείξει τη συνδρομή του ρόλου των Κοινωνικών Υπηρεσιών στην πρόληψη
και αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα.
Είναι γεγονός πως οι Κοινωνικές Υπηρεσίες όλων των σύγχρονων κοινωνιών
επιδρούν σημαντικά στις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων. Αποτελούν ένα
ιδιαίτερο σημείο ενεργοποίησης του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας και υπάγονται
στο γενικότερο πλαίσιο της κοινωνικής φροντίδας, ενώ οι παρεμβάσεις τους
στοχεύουν στην ενδυνάμωση και στην ευημερία. Οι φορείς της κοινωνικής φροντίδας
βρίσκονται στο επίκεντρο της λειτουργίας της κοινωνίας και συνθέτουν το βασικότερο-πιθανότατα-χαρακτηριστικό
της ποιότητας ζωής, του βιοτικού επιπέδου και της κοινωνικής οργάνωσης
(Ιατρίδης, 2005). Υπό το πρίσμα αυτό, δεν θα ήταν υπερβολή να τονίσουμε τη
συνδρομή του ρόλου τους στην πρόληψη και αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού
ευπαθών κοινωνικών ομάδων, όπως αυτή των προσφύγων. Κατά τον Pierson (2002), η
Κοινωνική Εργασία (εφεξής: ΚΕ) αποτελεί ένα από τα πρώτα επιστημονικά πεδία που
εστίασε στον ρατσισμό και υιοθέτησε αντιρατσιστικές προσεγγίσεις στην πρακτική
της, ενώ μέσα από τις προσεγγίσεις της μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην άρση
του κοινωνικού αποκλεισμού.
Αυτό βέβαια προϋποθέτει παροχή εργαλείων και εφαρμογή προσεγγίσεων κατά της
διάκρισης και καταπίεσης, προκειμένου να συμβάλλει στη σταδιακή κοινωνική
ένταξη και την πρόληψη του αποκλεισμού. Η προσπάθεια ενίσχυσης της δημόσιας
εμπιστοσύνης για ένα αποτελεσματικότερο έργο της ΚΕ δύναται να επιτευχθεί μέσα
από την αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, την ανάληψη ευθύνης
για την προσφερόμενη παρέμβαση, τη δια βίου μάθηση τη διαρκή ενημέρωση των
επαγγελματιών και τη συνεχή βελτίωση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων και των
γνώσεων του (Α. Κανδυλάκη, 2009).
Στη συνέχεια, θα παρουσιαστεί συνοπτικά το έργο των Κέντρων ένταξης
Μεταναστών (ΚΕΜ) που υλοποιούνται σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης με
υποστηρικτικές παρεμβάσεις προς τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας
αντιμετωπίζοντας ωστόσο, διάφορες προκλήσεις. Είναι σημαντικό, οι επαγγελματίες
αυτοί που στελεχώνουν τις δομές αυτές να διεκδικήσουν καλύτερες πρακτικές, και
εργαλεία, συντονισμό και δικτύωση καθώς σύμφωνα με την Ελανίδου
(2019): «Όσο πιο στρατηγικά δομημένη και εφαρμοσμένη στην πράξη είναι η
διαδικασία ένταξης τους, τόσο πιθανότερο είναι οι πολίτες να αγκαλιάσουν τους
ανθρώπους αυτούς και τη νέα πτυχή της κοινωνίας τους».
Η περίπτωση των Κέντρων Ένταξης Μεταναστών
Τα Κ.Ε.Μ. θεσμοθετήθηκαν με τον ν. 4368 (ΦΕΚ 21 Α’, 2016) και
αποτελούν παραρτήματα των Κέντρων Κοινότητας των Δήμων. Η Διεύθυνση Κοινωνικής
Ένταξης συντονίζει και παρακολουθεί τη λειτουργία των Κ.Ε.Μ. Απευθύνονται σε
νόμιμα διαμένοντες πολίτες τρίτων χωρών, δικαιούχους διεθνούς προστασίας και
αιτούντες άσυλο. Στελεχώνονται από διεπιστημονική ομάδα που απαρτίζεται από:
Κοινωνικό Λειτουργό, Διαπολιτισμικό Μεσολαβητή, Ψυχολόγο και Νομικό.
Αποστολή των
Κ.Ε.Μ.:
α) H πληροφόρηση, εξυπηρέτηση και
παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών σε πολίτες τρίτων χωρών.
β) H ανάπτυξη συνεργασιών και
δικτυώσεων για τη διασύνδεση των ωφελούμενων με υπηρεσίες και προγράμματα
κοινωνικής ένταξης.
γ) H υλοποίηση δράσεων ένταξης για την προώθηση της
κοινωνικής συνοχής.
Οι παρεχόμενες υπηρεσίες αφορούν την ενημέρωση, συμβουλευτική στήριξη για θέματα ένταξης και δικτύωσης, συνεργασία και παραπομπή αιτημάτων σε άλλες σχετικές δομές, υπηρεσίες και φορείς (Συλλόγους Μεταναστών/Δικαιούχων Διεθνούς Προστασίας, ΜΚΟ, Κοινωνικές Υπηρεσίες).
Στο
πλαίσιο των Κ.Ε.Μ. δύναται να υλοποιούνται πρόσθετες δράσεις, όπως: μαθήματα
ελληνικής γλώσσας, στοιχείων ελληνικής ιστορίας και ελληνικού πολιτισμού,
διαπολιτισμικές δράσεις με έμφαση τη συνύπαρξη παιδιών και νέων αλλοδαπών και
γηγενών, αλλά και δράσεις για την προώθηση της πρόσβασης τους στην αγορά
εργασίας.
Επιπρόσθετα,
παρέχουν:
α)
πληροφόρηση για νομικά ζητήματα που τους αφορούν και σχετίζονται με τη νόμιμη
διαμονή τους στη χώρα (π.χ. άδειες διαμονής, δελτίο πρόσφυγα, έκδοση ΑΜΚΑ),
β) κοινωνικό-ψυχολογική στήριξη,
γ)
υποστήριξη στη μάθηση παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας και ενημερώνουν
για δράσεις γλωσσικής κατάρτισης ενηλίκων που υλοποιούνται στην ευρύτερη
κοινότητα.
Παράλληλα
επιχειρούν να:
v ευαισθητοποιήσουν
την τοπική κοινωνία για θέματα ξενοφοβίας, ρατσισμού και εμπορίας ανθρώπων.
v προάγουν τον
εθελοντισμό
v στηρίζουν τη
συμμετοχή των πολιτών τρίτων χωρών σε ομάδες, σε συλλόγους και σε
διαπολιτισμικές οργανώσεις.
v δικτυώνονται
με άλλα Κ.Ε.Μ και υπηρεσίες/φορείς που δραστηριοποιούνται στην ένταξη των
πολιτών τρίτων χωρών.
Συζήτηση- Εισηγήσεις:
Από τη διερεύνηση των βασικών υφιστάμενων Κοινωνικών προγραμμάτων ένταξης σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης που έχουν συσταθεί για την υποστήριξη των δικαιούχων διεθνούς προστασίας στην Ελλάδα, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως έρχονται αντιμέτωπα με πολλαπλές προκλήσεις.
Με τα βασικά προβλήματα
τους προβλήματα να εντοπίζεται στους εξής τομείς:
v Ενώ υφίσταται το νομοθετικό πλαίσιο της λειτουργίας των Κ.Ε.Μ., σύμφωνα
με έρευνα της Διεύθυνσης Κοινωνικής Ένταξης του 2019 το βασικό πρόβλημα
λειτουργίας τους αναδεικνύεται η υποστελέχωσή τους (για παράδειγμα, σε πολλά ΚΕΜ
εντοπίζεται η έλλειψη νομικού συμβούλου), αλλά και με τη συντριπτική πλειοψηφία
των ΚΕΜ να θέτει πως η απουσία διοικητικής υποστήριξης αποτελεί ένα από
τα βασικότερα προβλήματα λειτουργίας τους (Ενημερωτικό έντυπο για τα Κέντρα
Ένταξης Μεταναστών, 2019).
v
Λαμβάνοντας υπόψη τη Νέα Εθνική
Στρατηγική για την Κοινωνική ένταξη, η οποία αναφέρει πως υιοθετεί τις
εισηγήσεις της ΕΕ για έγκαιρη δράση σε όσους έχουν προσφυγικό προφίλ,
επισημαίνει την ίδια στιγμή πως για το διάστημα που διαμένουν
στην Ελλάδα και για όσο χρόνο αυτό επιβάλλεται από τις έκτακτες συνθήκες στις
δικές τους πατρίδες, οι πρόσφυγες πρέπει να ζουν με αξιοπρέπεια, χωρίς να
προκαλείται επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού δεδομένου ότι τα ευρωπαϊκά
χρηματοδοτικά προγράμματα αφορούν μόνο στους αιτούντες άσυλο και
χωρίς επιβάρυνση των τοπικών κοινωνιών. Στην εν λόγω στρατηγική, παρουσιάζονται
μία σειρά επιδιώξεων προάσπισης των δικαιωμάτων τους με τη λογική της
προ-ένταξης (pre-action) όσον ακόμα παραμένουν αιτούντες
διεθνούς προστασίας, και έχουν τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να
στοιχειοθετήσουν μελλοντικά προσφυγικό προφίλ.
Σε
συνδυασμό με τη βιβλιογραφική ανασκόπηση, πραγματοποιήθηκε επίσης, τηλεφωνική
επικοινωνία με Φορείς της Κοινωνίας των Πολιτών που τρέχουν προγράμματα ένταξης για δικαιούχους διεθνούς προστασίας.
Από την επικοινωνία μαζί τους, παρατηρήθηκε η βραχεία διάρκεια αυτών, οι
δυσκολίες στην αναζήτηση εξειδικευμένου προσωπικού και στη χρηματοδότηση.
Συμπερασματικά, παρατηρούμε πως ενώ υπάρχει επικαιροποιημένο θεσμικό πλαίσιο, διαφαίνεται έκδηλα η εργασιακή επισφάλεια, η βραχεία διάρκεια των προγραμμάτων ένταξης, το πρόβλημα χρηματοδοτήσεων, η υποστελέχωση που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια παρεμβάσεων πρόληψης και καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ γίνεται επιτακτική ανάγκη η ύπαρξη
ενός συστήματος κοινωνικής προστασίας που θα βασίζεται στο συντονισμό των
παρεχόμενων δράσεων, στη συνεργασία, στη δικτύωση και στην ανταλλαγή καλών
πρακτικών προς τους πρόσφυγες, προκειμένου να ασκήσει ουσιώδεις παρεμβάσεις με
συμπεριληπτική οπτική.
Η συντονισμένη δράση των δομών κοινωνικής πολιτικής συνδυαστικά με την δικτύωση διασφαλίζει επιπλέον μεγαλύτερη ισχύ διαπραγμάτευσης και αντιπροσώπευσης, ακόμη και αν δεν έχουν αναπτυχθεί σε επαρκή βαθμό οι απαραίτητες διατομεακές πολιτικές και συνεργασίες (Νικολακοπούλου-Στεφάνου, 2002).
Το μοντέλο κοινωνικής
προστασίας που βασίζεται στην παραδοσιακή συνεννόηση μεταξύ των κοινωνικών
εταίρων, δύναται να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο προς την επιθυμητή
κατεύθυνση. Η δικτύωση των ποικίλων δομών και υπηρεσιών κοινωνικής πολιτικής
και, κατ’ επέκταση, ο συντονισμός τους, σε συνάρτηση με την εξατομικευμένη
προσέγγιση, αποτελούν τον πυρήνα του οργανωτικού-διοικητικού μοντέλου για την
άσκηση αποτελεσματικών παρεμβάσεων καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού
(Κοντιάδης και Απίστουλας, 2006).
Εν κατακλείδι, τα ως άνω αποτελούν «τροφή για σκέψη». Ωστόσο, η φύση της συγκεκριμένης μελέτης είναι μικρής κλίμακας και δεν μας οδηγεί σε απόλυτα συμπεράσματα και δεν είναι εξαντλητική των προγραμμάτων ένταξης των προσφύγων στη χώρα μας.
Ο κριτικός αναστοχασμός και τα εν λόγω εμπόδια χρήζουν περαιτέρω
διερεύνησης καθώς μπορεί να αποτελέσουν αφετηρία για έρευνα δράση και να φέρουν
στην επιφάνεια αποτελεσματικότερα εργαλεία και πρακτικές στην κοινωνική εργασία
με πρόσφυγες με στόχο αποτελεσματικές προληπτικές παρεμβάσεις και καταπολέμησης
του κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και πρόσβαση σε βιώσιμες και ποιοτικές
υπηρεσίες.
(Μέρος
της μικρής αυτής ανασκόπησης πραγματοποιήθηκε κατά το Χειμερινό εξάμηνο του ΠΜΣ
Κοινωνικής Πολιτικής -Πολιτικές για την Μετανάστευση, τις Κοινωνικές Διακρίσεις
και την ιδιότητα του πολίτη- στο πλαίσιο του μαθήματος Κοινωνικές Ανισότητες
και Κοινωνικός Αποκλεισμός υπό την επίβλεψη του Ανδρέα Φερώνα)
Μαρκέλλα
Βαλσάμη-Κοινωνική Λειτουργός
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου