Η ιστορία του Σαϊντού Καμαρά, αφορμή για να αναδείξουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα ασυνόδευτα παιδιά στην Ελλάδα

 

Με αφορμή την περίπτωση του 18χρονου μαθητή Σαϊντού Καμαρά από τη Γουινέα, ο οποίος δικαίως έλαβε θετική απόφαση (προσφυγικό καθεστώς) από την αρχή προσφυγών, ύστερα από την τεράστια κινητοποίηση που ξεκίνησε το σχολείο του για να παραμείνει στην Ελλάδα, θα θέλαμε να αναφέρουμε κάποια βασικά εμπόδια που παιδιά σαν τον Σαϊντού βιώνουν στη χώρα μας. Η υπόθεση του έλαβε τεράστιες διαστάσεις σε πολιτικό/κοινωνικό επίπεδο και σαφώς αποτελεί ένα παράδειγμα καλής πρακτικής στο πλαίσιο αλλαγών και δικαιωμάτων. Ως Κοινωνικοί/ες Λειτουργοί που δουλεύουμε στο πεδίο, στη πρώτη γραμμή σε δομές παιδικής προστασίας, οφείλουμε να αναδείξουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα ασυνόδευτα παιδιά στην Ελλάδα και κατ’ επέκταση πως αυτές εμποδίζουν εμάς τους ίδιους/ες στο να τα πλαισιώσουμε ολιστικά και ποιοτικά.

Είναι γνωστό ότι μέχρι τον Μάρτιο του 2020, οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών σε περιπτώσεις β’ απορριπτικής εξέτασης ασύλου, μπορούσαν να παραπέμψουν πολίτες που προέρχονταν απο τρίτες χώρες στο Υπουργείο Μετανάστευσης & Ασύλου και να εκδώσουν άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, εφόσον πληρούσαν κάποιες προϋποθέσεις. Με το Νέο Νόμο «Βελτίωση Μεταναστευτικής Νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A’ 169), 4375/2016 (A’ 51), 4251/2014 (Α’ 80) και άλλες διατάξεις» και συγκεκριμένα με το άρθρο 60, η δυνατότητα παραπομπής των επιτροπών καταργήθηκε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφενός την παύση λειτουργίας μιας σημαντικής διαδικασίας η οποία μέχρι πρότινος μπορούσε να δώσει λύσεις νομιμοποίησης σε όσους απορρίφθηκαν, αφετέρου άφησε απροστάτευτες και μετέωρες ευάλωτες ομάδες που είχαν ανάγκη προστασίας (πχ άτομα με σοβαρές ασθένειες).

Στην περίπτωση του Σαϊντού Καμαρά για παράδειγμα, το ανθρωπιστικό καθεστώς (εάν υπήρχε) θα λειτουργούσε σε κάθε περίπτωση ευεργετικά και αποτελεσματικά για εκείνον, με την έννοια ότι είναι ένας νέος που εντάχθηκε πλήρως στην Ελληνική κοινωνία, έμαθε την Ελληνική γλώσσα, φοίτησε επί τρία συναπτά έτη σε Γενικό Λύκειο και ανάπτυξε ισχυρούς δεσμούς στη χώρα μας. Όσον αφορά γενικότερα τα ασυνόδευτα παιδιά, των οποίων οι υποθέσεις έχουν απορριφθεί σε δεύτερο βαθμό, η Ελλάδα οφείλει να τους παρέχει τη νόμιμη παραμονή μέχρι την ενηλικίωση τους και να λαμβάνει υπόψη τις διαδικασίες κοινωνικής ένταξης και ενσωμάτωσης, ως μια εναλλακτική για την άρση ή επανεξεταση της απόφασης. Σε κάθε περίπτωση η τακτική της επαναπροώθησης σε χώρες καταγωγής, τονίζουμε πως αποτελεί κατάφωρη παραβίαση δικαιωμάτων. Ακόμα, η χώρα οφείλει να πράττει σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα το Παιδιού με κύριο άξονα το βέλτιστο συμφέρον τους. Η περίπτωση του Σαϊντού, αδιαμφισβήτητα θα μπορούσε να αποτελέσει ένα σύμβολο ενός αγώνα για την επαναφορά του ανθρωπιστικού καθεστώτος, ασκώντας πιέσεις σε κυβερνητικό επίπεδο, καθώς σαν εκείνον υπάρχουν πολλά ακόμη παιδιά.

Επιπροσθέτως, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι θα πρέπει να στοχεύουμε σε ένα Ενιαίο Πλαίσιο Παιδικής Προστασίας, ισότιμο για όλα τα παιδιά ώστε να απολαμβάνουν ισάξια τα δικαιώματα που θεσμοθετημένα ήδη έχουν. Κατά την ενηλικίωση τους τα ασυνόδευτα παιδιά, χάνουν θα μπορούσαμε να πούμε σταδιακά κάποια από αυτά τα δικαιώματα.

Αρχικά, αυτό που τη δεδομένη στιγμή θα πρέπει να τονιστεί είναι πως με ανακοίνωση του Υπουργείου Μετανάστευσης & Ασύλου τον Φεβρουάριου του 2022, ανέφερε ότι το πρόγραμμα «ESTIA II» θα περιορίσει τις θέσεις στέγασης σε 10.000 από 27.000 που διέθετε το 2021. Αυτό έχει ως συνέπεια τα ασυνόδευτα παιδιά που διαμένουν σε ξενώνες ή σε προγράμματα ημι-αυτόνομης διαβίωσης, κατά την ενηλικίωση τους να μεταβαίνουν σε camps (κυρίως στη Περιφέρεια) λόγο έλλειψης θέσεων στο πρόγραμμα «ESTIA II». Η πρακτική αυτή θεωρείται οπισθοδρομική.

Τα παιδιά αποκόβονται απότομα από τη καθημερινότητα τους, επιστρέφουν ξανά σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης και επισφαλή περιβάλλοντα, καλούνται να αναπτύξουν μηχανισμούς για να μπορέσουν να «αντέξουν» τη νέα τάξη πραγμάτων στη ζωή τους και διακατέχονται από έντονο άγχος και στρες αντιλαμβανόμενα τον φαύλο κύκλο (ενδεικτικά) αστεγία, προστατευτική φύλαξη, camp, ξενώνας ή διαμέρισμα ημι-αυτόνομης και ξανά camp. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρουμε ότι όσα παιδιά κατάφεραν να φιλοξενηθούν μέχρι πρόσφατα σε διαμερίσματα στο πρόγραμμα «ESTIA II» μετά από την ενηλικίωση τους, στη πλειοψηφία τους, διέμειναν επίσης σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Όλοι γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον 6 με 7 παιδιά στοιβάζονται σε διαμερίσματα 60 τ.μ, χωρίς εποπτεία, χωρίς σταθερή βοήθεια, χωρίς τον απαιτούμενο εξοπλισμό.

Επιπλέον, η έλλειψη νομικής αρωγής κατά τη μετάβαση τους σε προγράμματα 18+, αποτελεί μια ακόμη δυσκολία, καθώς ένα παιδί έχει ανάγκη από νομική εκπροσώπηση διότι οι διαδικασίες ασύλου είναι πολύ πιθανό να μην έχουν ολοκληρωθεί μετά τα 18. Επιπροσθέτως, έχει καλλιεργηθεί η κουλτούρα ότι μετά τα 18 έτη τα ασυνόδευτα παιδιά θα πρέπει να είναι αυτόνομα, ανεξάρτητα και να αναλαμβάνουν όλες τους τις υποχρεώσεις. Αυτή η λογική θεωρείται πλέον «παγιωμένη» στο χώρο και οι υπηρεσίες που τους παρέχονται σε επίπεδο ψυχοκοινωνικής υποστήριξης είναι περιορισμένες έως και ανύπαρκτες πολλές φορές, ξεχνώντας πως τα παιδιά αυτά εξακολουθούν να έχουν ανάγκες. Οι Κοινωνικοί/ες Λειτουργοί είτε μειώνονται ως προσωπικό από τις δομές στέγασης, είτε αναλαμβάνουν δεκάδες υποθέσεις στις οποίες παρά μόνο επιδερμικά ή πυροσβεστικά μπορούν να παρέμβουν.

Το παράδειγμα των παιδιών που έχουν λάβει επικουρικό ή προσφυγικό καθεστώς και μεταβαίνουν σε δομές στέγασης μετά από την ενηλικίωση τους είναι αρκετά προβληματικό. Το συγκεκριμένο νομικό στάτους, δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να παραμείνουν σε δομές μόνο για τρεις μήνες, με το πρόσχημα ότι πλέον έχουν αποκτήσει ίσα δικαιώματα με τους Έλληνες πολίτες και άρα θα πρέπει να ενσωματωθούν στην Ελληνική κοινωνία άμεσα. Αναρωτιόμαστε πως είναι δυνατό ένας νέος ο οποίος είναι μόλις 18 ετών (χωρίς πολλές φορές υποστηρικτικό πλαίσιο) να καταφέρει σε ένα τρίμηνο να βρει μια αξιοπρεπή νόμιμη εργασία!, να νοικιάσει ένα διαμέρισμα (την ώρα που ξέρουμε καλά ότι η ξενοφοβία και ο ρατσισμός αποτελούν εμπόδιο στην εν λόγω διαδικασία)!, να διευθετήσει όλα του τα έγγραφα με τις δημόσιες υπηρεσίες κ.α.

Αξίζει να αναφέρουμε το κενό ως προς τον θεσμό της Επιτροπείας των ασυνόδευτων ανηλίκων. Ενώ ο Ν. 4554/2018 αναμορφώθηκε πλήρως πριν από περίπου 4 χρόνια δίνοντας προσωρινά λύση μέσω της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Μετάδραση» σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ε.Κ.Κ.Α), να εκπροσωπήσουν εκατοντάδες ασυνόδευτα παιδιά σε όλη την επικράτεια. Τελικά το πρόγραμμα έληξε οριστικά τον Αύγουστο του 2021. Από την 1η Σεπτεμβρίου του 2021 έως και σήμερα υπάρχει ένα τεράστιο κενό ως προς την προστασία των παιδιών αυτών σε επίπεδο εκπροσώπησης. Οι Κοινωνικοί/ες Λειτουργοί που εργάζονται σε δομές Παιδικής Προστασίας που φιλοξενούν ασυνόδευτα παιδιά, συνεχίζουν να εκτελούν καθήκοντα προσωρινής επιτροπείας με εξουσιοδοτήσεις από την Εισαγγελία Ανηλίκων για πολύ συγκεκριμένες πράξεις. (εγγραφή σε σχολεία, πρόσβαση σε ιατρικό φάκελο κ.α), εμπλεκόμενοι πολλές φορές σε έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας ο οποίος είναι αδιέξοδος.

Ένα ακόμα ζήτημα που θεωρείται «αγκάθι» για όσους/ες δουλεύουμε με ασυνόδευτα παιδιά, είναι το θέμα εύρεσης εργασίας. Στη πλειοψηφία τους τα παιδιά αναζητούν απελπισμένα εργασία με σκοπό να συνδράμουν τις οικογένειες τους πίσω στις χώρες τους ή ακόμα και να συντηρήσουν τους εαυτούς τους. Ας μην ξεχνάμε οτι η πλειοψηφία των παιδιών αυτών προέρχεται από χώρες καπιταλιστικές μεν αλλά ακόμα οικονομικά αναπτυσσόμενες. Με λίγα λόγια οι άνθρωποι ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Όσο και αν εμείς οι Κοινωνικοί/ες Λειτουργοί εκπαιδεύουμε και ενημερώνουμε τα παιδιά για τα δικαιώματα τους σε σχέση με την εύρεση εργασίας, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα καταλήξουν να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης (πολύωρη εργασία, βαρέα επαγγέλματα, έλλειψη ασφάλισης σε ΙΚΑ κ.α) ακόμα και αν βρουν μια δουλειά η οποία θα τους δώσει δεξιότητες και εφόδια για το μέλλον. Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που οι εργοδότες θέλουν να προσλάβουν νόμιμα τα παιδιά. Το σοβαρό κενό που προκύπτει σε αυτή τη περίπτωση, είναι η έκδοση ΑΦΜ σε ανήλικο όπου ο νόμος ορίζει ρητά ότι για την έκδοση ΑΦΜ χρειάζονται τα παρακάτω δικαιολογητικά:

Ταυτότητα γονιών (Πατέρα και μητέρα), Ταυτότητα Ανηλίκου εάν υπάρχει (εάν δεν υπάρχει επισυνάπτεται πιστοποιητικό γέννησης), ΑΦΜ (Πατέρα Μητέρας), ΔΟΥ (όπου ανήκουν οι γονείς), Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, Πλήρης Διεύθυνση κατοικίας (Οδός, Αριθμός, Περιοχή, Δήμος, Τ.Κ.), Εξουσιοδοτήσεις προς τον διεκπεραιωτή και από τους 2 γονείς.

*Σε περίπτωση διαζευγμένων γονιών απαιτούνται μόνο τα στοιχεία του γονέα που ασκεί

γονική μέριμνα συνοδευόμενο με την απόφαση δικαστηρίου, συμβολαιογράφου, ή άλλο

έγγραφο που το πιστοποιεί.

Εδώ συμβαίνει το εξής παράδοξο. Τα ασυνόδευτα παιδιά που έχουν λάβει προσφυγικό ή επικουρικό καθεστώς από τις αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να περιμένουν να συμπληρώσουν τα 18 έτη για να εκδώσουν ΑΦΜ καθώς σύμφωνα με τα παραπάνω δικαιολογητικά κανένα δεν τα καλύπτει. Από την άλλη μεριά, παιδιά αιτούντες άσυλο από τον Δεκέμβριο του 2021, μπορούν να εκδώσουν ΑΦΜ στις κατά τόπους Υπηρεσίες Ασύλου αν είναι από 15 ετών και πάνω. Αν και οι κρατικοί μηχανισμοί μερίμνησαν και έθεσαν ως πάγια ανάγκη την έκδοση ΑΦΜ σε ανήλικα παιδιά έστω (αιτούντες άσυλο), εμπειρικά παρατηρούμε ότι η διαδικασία ως προς τον δρόμο της νόμιμης εργασίας πέφτει στο κενό. Το βασικότερο εμπόδιο αποτελεί το άνοιγμα λογαριασμού σε τράπεζα καθώς μεταξύ άλλων, χρειάζεται να προσκομίσουμε έγγραφα γονέων ή προσώπων που ασκούν τη γονική μέριμνα των ανηλίκων. Η ίδια δυσκολία φαίνεται να υπάρχει και στα ΙΚΑ όπου για την έκδοση ΑΜΑ (αριθμός μητρώου ασφαλισμένου), μας ζητείται έγγραφο γονικής μέριμνας των ανηλίκων για να ολοκληρωθεί η διαδικασία.

Εν κατακλείδι, τα παραπάνω, είναι ζητήματα που στη πλειοψηφία τους έχουν να κάνουν κυρίως με θεσμικά κενά. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρούμε ολοένα και περισσότερο ότι αφενός επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις υπηρεσίες που παρέχουμε ως Κοινωνικοί/ες Λειτουργοί στην εν λόγω ομάδα, αφετέρου γινόμαστε μάρτυρες στο πως τα ίδια τα παιδιά βιώνουν πρακτικές που εν τέλη οδηγούν σε αδιέξοδο και στον Κοινωνικό Αποκλεισμό. Ως Κοινωνικοί/ες Λειτουργοί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τον ορισμό της Κοινωνικής Εργασίας έτσι όπως αναδιαμορφώθηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κοινωνικής Εργασίας (IFSW) και του Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Σχολών Κοινωνικής Εργασίας (IASSW) τον Ιούλιο του 2014.

«Η Κοινωνική Εργασία είναι ένα εφαρμοσμένο επάγγελμα αλλά και ακαδημαϊκό πεδίο που προωθεί την κοινωνική συνοχή, την κοινωνική αλλαγή την ανάπτυξη και τέλος την ενδυνάμωση και απελευθέρωση των ανθρώπων. Κεντρικές αρχές της Κοινωνικής Εργασίας είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, ο σεβασμός στην διαφορετικότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η συλλογική ευθύνη. Στόχος της Κοινωνικής Εργασίας, είναι να συνδέσει τους ανθρώπους και δομές για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ζωής, αλλά και να ενισχύσει την ευημερία τους».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις